τιραμολάρισμα

τιραμολάρισμα
το, Ν [τιραμολάρω]
ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιραμολάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”